αιθεροβοσκας

αιθεροβοσκας
    αἰθεροβόσκας
    αἰθερο-βόσκᾱς
    -ου adj. m живущий в эфире Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αιθεροβοσκας" в других словарях:

  • αιθεροβόσκας — αἰθεροβόσκας ή αιθεριβόσκας ου, ο (Α) αυτός που βόσκει, επομένως ζει στον αιθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, έρος + βόσκω] …   Dictionary of Greek

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»